- βαφτιστικό
- το свидетельство о крещении
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βαφτιστικός — και βαπτιστικός, ή, ό (Μ βαπτιστικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει στη βάφτιση ή έχει σχέση με το βάφτισμα («το βαφτιστικό όνομα», «βαφτιστικά ρούχα») 2. (το αρσ. ή το θηλ. ως ουσ.) ο βαφτισιμιός, ο αναδεκτός νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. βαφτιστικό,… … Dictionary of Greek
επώνυμος — η, ο (AM ἐπώνυμος, ον) 1. αυτός που έχει πάρει την ονομασία του από κάποιον ή από κάτι, που έχει ονομαστεί λόγω τού δεσμού του με κάποιον ή κάτι (α. «η Αθήνα επώνυμη τής Αθηνάς» β. «ὁ τῆς εὐσεβείας ἐπώνυμος, Ευσ. γ. «ὦ Πολύνεικες, ἔφυς ἄρ’… … Dictionary of Greek
ευγενικός — και βγενικός, ή και ιά, ό (Μ εὐγενικός, ή, όν) 1. αυτός που κατάγεται από ευγενείς, από αρχοντική γενιά 2. εκείνος που έχει ευγενικά αισθήματα, ευγενές ήθος 3. αυτός που έχει πολιτισμένους τρόπους, που συμπεριφέρεται με ευγένεια νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Μπουρκίνα Φάσο — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με τον Νίγηρα, στα ΒΔ με το Μάλι, στα Να με την Ακτή του Ελεφαντοστού και στα Ν με την Γκάνα, το Τόγκο και την Μπενίν.H M.Φ. δημιουργήθηκε το 1960 από τον διαμελισμό της Γαλλικής Δυτικής Aφρικής και… … Dictionary of Greek
Οικουμενική Σύνοδος — Είναι το ανώτατο συλλογικό όργανο, που εκπροσωπεί το σύνολο της χριστιανικής Εκκλησίας. Συγκαλείται όταν προκύψει ένα σοβαρό δογματικό ή γενικότερα θρησκευτικό ζήτημα, το οποίο είναι δυνατό να αναστατώσει και να διχάσει την Εκκλησία και να… … Dictionary of Greek
Στος, Φάιτ — (Stoss). Γερμανός γλύπτης, ζωγράφος και χαράκτης (Νυρεμβέργη; 1447 – 1533). Τα πρώτα ίχνη της καλλιτεχνικής του δραστηριότητας βρίσκονται στην Κρακοβία, όπου το 1477 πήγε για να σκαλίσει την κεντρική ξύλινη Αγία Τράπεζα της εκκλησίας της Παναγίας … Dictionary of Greek
Φώσκολος — Επώνυμο οικογένειας Βενετών ευγενών, οι κυριότεροι από τους οποίους είναι: 1. Λεονάρδος. Στρατηγός. Έζησε τον 17o αι. Πήρε μέρος σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων, στην Αλβανία, στη Δαλματία και στα νησιά και διακρίθηκε… … Dictionary of Greek